- ρείκι
- Φυτό του βοτανικού γένους Ερείκη, της σημαντικής οικογένειας των Ερεικιδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο κοινά είδη της ελληνικής χλωρίδας, που είναι και τα πιο γνωστά της οικογένειας, είναι ερείκη η σαρκόχροη και ερείκη η δενδρώδης. Η πρώτη είναι μικρός θάμνος των ασβεστούχων εδαφών, ύψους μέχρι 50 εκ. Έχει μικρά άνθη σωληνοειδή-ωοειδή, ρόδινα, διατεταγμένα κατά πυκνό βότρυ, και φύλλα γραμμοειδή, πολύ μικρά, σπονδυλωτά, σκουροπράσινα και γυαλιστερά. Η δεύτερη μπορεί να φτάσει ακόμα και 1 μ. ύψος· έχει μικροσκοπικά άνθη, λευκά, εύοσμα, κωδωνοειδή κατά επάκρια φόβη. Αντίθετα προς την πρώτη, προτιμά τα πυριτικά και αργιλώδη εδάφη.
Στους ερεικώνες της βορειοδυτικής Ευρώπης φύεται και η καλλούνα* η κοινή, που ανήκα επίσης στην οικογένεια των Ερεικιδών και προτιμά τα όξινα εδάφη.
Ρείκι (ερείκη η σερκόχρους): ο μικρός αυτός θάμνος είναι πολύ διαδεδομένος στα ασβεστούχα εδάφη.
* * *και ρείχι, το, Νβοτ. κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους ερείκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐρείκιον, υποκορ. τού ἐρείκη* με σίγηση τού αρκτικού ε-].
Dictionary of Greek. 2013.